- λεύγη
- λεύγη, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μέτρον γάλακτος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεύγη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век … Википедия
λεύγα — Μονάδα απόστασης: 1 λ. = 4.452 μ.· 1 ναυτική λ. = 555,55 μ. (20 ναυτικές λ. = 1 μοίρα). * * * και λεύγη η (Μ λέγα) μονάδα μήκους, που διαφέρει κατά τόπους («αγγλική λεύγα» 3. ναυτικά μίλια, δηλ. 5.556,6 μέτρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύγα < λατ. leuga … Dictionary of Greek